ανθρωπομετρία

ανθρωπομετρία
anthropométrie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ανθρωπομετρία — η μελέτη των διαστάσεων των διάφορων μερών του ανθρώπινου σώματος και των μεταξύ τους αναλογιών που φτάνει ως τον καθορισμό της ταυτότητας κάποιου ατόμου: Με την ανθρωπομετρία οι αστυνομικές αρχές μπορούν να προσδιορίσουν την ταυτότητα κάποιου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομετρικός — ή, ό ο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ) …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • Γκάλτον, Φράνσις, σερ — (Sir Francis Galton, Ντάτστον, Γουόρκσαϊρ 1822 – Χέιζλμιαρ, Σάρεϊ 1911). Άγγλος επιστήμονας. Προερχόταν από οικογένεια Κουακέρων και ήταν εξάδελφος του Δαρβίνου. Μετά από σπουδές στο Λονδίνο και το Κέιμπριτζ, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”